- καταλιπόντι
- καταλιμπάνωleave behindaor part act masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
καταλιπόνθ' — καταλιπόντα , καταλιμπάνω leave behind aor part act neut nom/voc/acc pl καταλιπόντα , καταλιμπάνω leave behind aor part act masc acc sg καταλιπόντι , καταλιμπάνω leave behind aor part act masc/neut dat sg καταλιπόντε , καταλιμπάνω leave behind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)